Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πανηγύρι, το


Ερμηνεία:

[συμμετοχή και συγκέντρωση ανθρώπων σε εκκλησία κατά την επέτειο της μνήμης του αγίου, προς τον οποίο είναι αφιερωμένη η εκκλησία. Στην πανήγυρη γίνεται περφορά της εικόνας του, αγίου, ολονυκτία, λειτανία και έκθεση ποικίλων προϊόντων από μικροπωλητές]  



Ετυμολογία:

[η πανήγυρις, της πανηγύρεως (Ηρόδοτος, Πίνδαρος, Αισχύλος, Καινή Διαθήκη: . προς Εβραίους επιστολή Παύλου, 12,23, ή 12,22) (πας- + (Όμηρ.) άγυρις (αγορά, τυχαία και άτακτη συσσώρευση ή σνάθροιση]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…Ἐπηγαίναμεν ες ἕνα πανηγύρι τοῦ Προδρόμου, τῆς 24 Ἰουνίου…Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: